Η νέα απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αναφορά 4/21 έκρινε ως αντισυνταγματικό το Νόμο «Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Προσόν της Ελληνικής Γλώσσας σε Σχέδια Υπηρεσίας Θέσεων) Νόμος του 2021» κατ’ επίκληση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και του άρθρου 54 του Συντάγματος.
Η επίδικη διάταξη ήταν η ακόλουθη: «Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου, όπου σε σχέδιο υπηρεσίας οποιασδήποτε θέσης προνοείται ως απαιτούμενο προσόν η γνώση ξένης γλώσσας, ο βαθμός γνώσης, δεν δύναται να καθορίζεται σε βαθμό ή επίπεδο ίδιο ή ανώτερο από τον βαθμό ή επίπεδο γνώσης που απαιτείται για μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας: Νοείται ότι, όπου σε σχέδιο υπηρεσίας οποιασδήποτε θέσης, απαιτείται το προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας, λογίζεται ότι απαιτείται το προσόν της πάρα πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας».
Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είναι περιβεβλημένο με το κατάλοιπο της εκτελεστικής εξουσίας ως προβλέπεται στο άρθρο 54 και ότι αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την γενικήν διεύθυνσιν και τον έλεγχον της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και την διεύθυνσιν της γενικής πολιτικής, και τον συντονισμόν και την εποπτείαν πασών των δημοσίων υπηρεσιών. Έκρινε ως εκ τούτου ότι ο Νόμος:
«συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ασκούμενη υπό του Υπουργικού Συμβουλίου εκτελεστική εξουσία, όπως απορρέει από το Άρθρο 54 του Συντάγματος. Συναφώς, τα υπό Αναφορά άρθρα καταστρατηγούν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, δεδομένου ότι η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνει στον τομέα αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας, αφού ο υπό Αναφορά Νόμος αφαιρεί από την εκτελεστική εξουσία την αποκλειστική αρμοδιότητα να ασκεί τη γενική διεύθυνση και έλεγχο της διακυβέρνησης της Δημοκρατίας, συστατικό στοιχείο των οποίων είναι η εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της, στοιχείο που συναρτάται άμεσα με τη σύνταξη ανάλογων σχεδίων υπηρεσίας, προς το σκοπό της επιτυχούς πραγμάτωσης του διοικητικού έργου».
Προς τεκμηρίωση της απόφασής του το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει εν πρώτοις στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Papapetrou v. Republic, και στην Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη στην οποία αποφασίστηκε πως το αρμόδιο όργανο για την άσκηση οποιουδήποτε κατάλοιπου εκτελεστικής εξουσίας αναφορικά με κάθε θέμα που αφορά στη Δημόσια Υπηρεσία είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Η αρχή είναι βέβαια ορθή, αλλά δεν έχει σχέση με το ζήτημα που εδώ συζητείται καθότι εκείνο που αφορούσε η Papapetrou είναι την εσωτερική κατανομή δικαιοδοσίας μεταξύ των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Η Κωνσταντινίδη εξάλλου δεν παρέχει κανένα έρεισμα για την απόφαση που λήφθηκε εδώ. Αντιθέτως στην Κωνσταντινίδη, από την απόφαση της τετραμελούς πλειοψηφίας του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς πως το κατάλοιπο ασκείται με τρόπο που δεν αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία.
Η άλλη απόφαση την οποία επικαλείται το Ανώτατο Δικαστήριο είναι η Χατζηπαύλου. Σε αυτή όντως κρίθηκε ότι ο καταρτισμός των σχεδίων υπηρεσίας σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας και συνιστά πτυχή της εκτελεστικής λειτουργίας, εφόσον η ετοιμασία τους αποβλέπει στην ευόδωση του διοικητικού έργου των φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας. Δεν ανέφερε όμως μόνο αυτό το Δικαστήριο. Αντιθέτως τόνισε ότι το «πλαίσιο καταρτισμού των σχεδίων υπηρεσίας» μπορεί να καθοριστεί με οργανικό νόμο ο οποίος διέπει τη λειτουργία δημόσιας αρχής ή οργάνου. Οποτεδήποτε δε καταρτίζονται σχέδια υπηρεσίας κατά ρητή εξουσιοδότηση νόμου, η έκδοσή τους συνιστά μορφή δευτερογενούς νομοθεσίας. Αν η εξουσία ετοιμασίας τους αποδίδεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, η δημοσίευσή τους επαφίεται βάσει του άρθρου 57.4 του Συντάγματος στο Υπουργικό Συμβούλιο. Πρόσθεσε εξάλλου ότι οι διατάξεις του άρθρου 54 του Συντάγματος δεν περιορίζουν την απόδοση αρμοδιότητας για τον καταρτισμό σχεδίων υπηρεσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο. Τα πιο πάνω δεν αναφέρονται, ούτε σχολιάζονται στην υπό κρίση απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το ερώτημα εδώ είναι σαφώς διαφοροποιημένο από αυτό που επιχείρησε να απαντήσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι αναντίλεκτο, και σαφώς έχει δίκαιο ως προς αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι ο καταρτισμός των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στην εκτελεστική εξουσία. Από την ανάγνωση όμως του επίδικου νόμου δεν προκύπτει να επιχείρησε η Βουλή των Αντιπροσώπων να καταρτίσει σχέδια υπηρεσίας. Εκείνο που έπραξε η Βουλή ήταν να θεσπίσει πλαίσιο για τον καταρτισμό των σχεδίων υπηρεσίας, καθορίζοντας κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο το επίπεδο που θα πρέπει τουλάχιστον να απαιτείται για γνώση ξένης γλώσσας. Ένας παρόμοιος καθορισμός κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο σαφώς και εμπίπτει στο νομοθετικό έργο. Εκτελεστική εξουσία είναι ο καθορισμός των συγκεκριμένων σχεδίων υπηρεσίας και η επιλογή των συγκεκριμένων προσόντων που απαιτούν οι λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας, πάντα τηρουμένης της αρχής της νομιμότητας.
Το γεγονός δηλαδή ότι η εκτελεστική εξουσία ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 54 του Συντάγματος δεν συνεπάγεται ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν δικαιούται να νομοθετεί ως προς το γενικό και αφηρημένο πλαίσιο άσκησης των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας, που είναι αυτό που έπραξε εδώ. Αντιθέτως, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας η διοίκηση ασκεί την εκτελεστική εξουσία σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Και βεβαίως η αρχή της νομιμότητας διέπει το σύνολο των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει του άρθρου 54 του Συντάγματος για τη γενική διεύθυνση και έλεγχο της διακυβερνήσεως της Δημοκρατίας και τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής, και τον συντονισμό και την εποπτεία πασών των δημοσίων υπηρεσιών. Η Βουλή θέτει το πλαίσιο νομοθετικά και το Υπουργικό Συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με το νόμο. Η Βουλή εν προκειμένω δεν άσκησε οποιαδήποτε εκτελεστική λειτουργία και ούτε και η απόφαση αιτιολογεί σε ποιο σημείο ο επίδικος νόμος συνιστά άσκηση εκτελεστικής λειτουργίας.
Υπενθυμίζω άλλωστε ότι και στην President of the Republic v. House of Representatives [1985] 3 CLR 2779 αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πως το άρθρο 54 του Συντάγματος δεν δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας τέτοιας φύσης που να αποκλείει τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των Υπουργών μέσω της άσκησης νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αλλά και στην President of the Republic v. House of Representatives [1985] 3 CLR 2127 αποφασίστηκε ότι το άρθρο 54 του Συντάγματος δεν καθιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας αναφορικά με τα θέματα των δανείων, των εγγυήσεων και παρομοίων νομικών υποχρεώσεων της κυβέρνησης, και ως εκ τούτου, δεν αποκλείουν τη ρύθμιση ή έλεγχο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας σε σχέση με τα ως άνω θέματα. Το σύνολο της νομολογίας καθιστά σαφές πως η νομοθετική εξουσία σαφώς και μπορεί να θεσπίζει νόμους που να ρυθμίζουν το πλαίσιο λειτουργίας της άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας με τρόπο γενικό και αφηρημένο και αυτό προφανώς και δεν συνιστά άσκηση εκτελεστικής εξουσίας.
Η ερμηνευτική επιλογή που έχει υιοθετηθεί και σε άλλες αποφάσεις τα τελευταία χρόνια και οδηγεί στον συνεχή περιορισμό της πρωτεύουσας νομοθετικής εξουσίας με τρόπο που δεν προδιαγράφεται ρητά στο ίδιο το Σύνταγμα προς όφελος των δύο άλλων εξουσιών, με βρίσκει σαφώς αντίθετο. Στη συγκεκριμένη όμως υπόθεση, με όλο τον σεβασμό προς το Ανώτατο Δικαστήριο, η απόφασή του προχωρά πιο πέρα από κάθε άλλη φορά με τρόπο που χωρίς αιτιολόγηση αποστερεί από την Βουλή των Αντιπροσώπων τις συνταγματικές αρμοδιότητές της. Αν το σκεπτικό αυτό διευρυνθεί, θα οδηγηθούμε σε ανέλεγκτο του Υπουργικού Συμβουλίου αντίθετα προς την αρχή της νομιμότητας και το συνταγματικό πλαίσιο που καθιέρωσε μηχανισμούς εξισορρόπησης μεταξύ των τριών λειτουργιών.